αποκατινός

αποκατινός
-ή, -ό
αυτός που βρίσκεται αποκάτω: Βγάλε και το αποκατινό στρώμα, για να αεριστεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποκατινός — ή, ό κ. ιανός 1. αυτός που βρίσκεται αποκάτω, κάτω από κάποιον ή κάτι άλλο 2. κατώτερης αξίας, παρακατιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αποκάτω + (παραγ. κατάλ.) ινός] …   Dictionary of Greek

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”